βάρυπνος

βάρυπνος
-η, -ο
Ι. 1. αυτός που έχει βαρύ ύπνο, που κοιμάται βαριά και δεν ξυπνάει εύκολα
2. εκείνος που σηκώνεται βαρύς από τον ύπνο του
3. νυσταλέος, νυσταγμένος
4. το αρσ. ως ουσ. ο βαρύς ύπνος
||. επίρρ. βάρυπνα
με βαρύ ύπνο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βαρυ- — α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγικότητα. Τα σύνθετα με το βαρυ εμφανίζονται με τις ακόλουθες σημασίες: Την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου βαρύς («αυτός που έχει βάρος …   Dictionary of Greek

  • βαρυπνιά — η [βάρυπνος] ο βαρύς ύπνος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”